βίαιος

βίαιος
βίαιος [ῐ], α, ον, also ος, ον Pl.R.399a, Philostr.VA1.33: ([etym.] βία):—
A forcible, violent: Adj. once in Hom.,

ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236

, Adv. twice, by force, perforce,

κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος 2.237

;

γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως 22.37

; freq. in all writers,

ἔργα β. Thgn. 1343

;

νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr.169

; of persons,

βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36

;

χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176

; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R.566b, etc.;

β. νόσος S.Ant.1140

(lyr.);

β. ἄνεμος Arist.Mete.370b9

;

ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.

([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg.914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN1131a8;

κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg.934c

. Adv.

βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26

; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag.182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,

σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1

: neut. pl. as Adv., A.Supp.821 (lyr.);

πρὸς τὸ β. Id.Ag.130

;

ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36

.
2 esp. of magic,

β. τέχνη Philostr.VA1.33

. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.
1.2.
II [voice] Pass., forced, constrained, opp.

ἑκούσιος, πράξεις Pl.R.603c

; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph.254a9, cf. Pl.Ti.64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol.1338b41; πόνοι μὴ β. ib.1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN1096a6;

βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d

. Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph.253b34: [comp] Comp.

-οτέρως Gal.17(1).19

.
2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βίαιος — forcible masc nom sg βίαιος forcible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαιος — α και η, ο (AM βίαιος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας 2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα 3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός 4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικός νεοελλ. φρ. 1. «βίαιη προσαγωγή» καταναγκαστικό… …   Dictionary of Greek

  • βίαιος — η, ο επίρρ. βίαια αυτός που μεταχειρίζεται βία, επιθετικός, ορμητικός, απότομος: Η βίαια σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων προκάλεσε τον άμεσο θάνατό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιαιότερον — βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτάτων — βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτέραις — βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτέρων — βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότατα — βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότατον — βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαίως — βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc acc pl (doric) βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαιον — βίαιος forcible masc acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg βίαιος forcible masc/fem acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”